Άλλη μια φορά πάλεψες με μια σκουριασμένη κλειδαριά, γλιτσιασμένη από τα γλοιώδη χέρια που απλώθηκαν πάνω της άτσαλα για να την ανοίξουν κι έσπασαν το αταίριαστο κλειδί τους μέσα της.
Άλλη μια φορά τα έβαλες με το χρόνο που οξειδώνει κάθε λέξη που τρέχει στα κανάλια του, αυτόν που τρυπά ψυχές, επουλώνει πληγές που αιμορραγούν, σφραγίζει στόματα και σκέψεις, κλειδώνει καρδιές, αποσυνθέτει όνειρα και κορμιά στην κυριάρχησή του.
Άλλη μια φορά τον νίκησες ψεύτικα, αγνοώντας τον δικό σου που σε σκουντά όλο και πιο δυνατά στην πλάτη, για να σου υπενθυμίσει ό,τι σε λίγο φεύγετε.
Έτσι είναι ο χρόνος, μυριάδυμα αδελφάκια σπαρμένα τριγύρω να σε απασχολούν, να σου γελούν, να σε κολακεύουν, να σου αποσπούν την προσοχή, να σε ικετεύουν, να σε προκαλούν να λύσεις τους Γόρδιους δεσμούς που δένουν με ιδιαίτερη τέχνη σε όσους σου κινούν το ενδιαφέρον, όσους σκέφτεσαι και πονάς κι εσύ να παλεύεις μαζί τους κι αυτά να γελούν πίσω από την πλάτη σου με την ήττα ή τη νίκη σου, γιατί πάλι δική τους είναι.
Ο χρόνος δεν χάνει ποτέ.
Πικρή η χαρά της νίκης. Η σκουριά τρέχει πιο γρήγορα από τη σκέψη σου κι απλώνεται πάλι στις ξένες κλειδαριές, οδηγώντας σε, σε νέα μάχη με κάθε ίχνος ικμάδας που τρέφει την πράσινη μούχλα κάθε σφαγμένης σκέψης.
Έρχεται η στιγμή που θέλεις να γυρίσεις, αυτόν που σου χτυπά τον ώμο, χίλια αδέλφια του πίσω και να γκρεμίσεις στα απότομα και κοφτερά βράχια του, όποιον σκάρτο έκανε ζημιά στους άλλους.
Όποιον κάρφωσε βρώμικες λεπίδες σε παιδικές ψυχές, σ’ ενήλικες καρδιές που δεν το άξιζαν. Να λυτρώσεις μια και καλή αυτούς που τους πρέπει, να πάρεις το βάρος πάνω σου, άλλη μια φορά, αλλά μόνο μια φορά και για πάντα. Να λυτρώσεις και να λυτρωθείς από την κόλαση της ξένης κάθαρσης που διαρκεί για πάντα.
Ένα ήμαρτον δεν φτάνει να οδηγήσεις τον κάθε Δάντη στον προορισμό του. Μια κάθαρση δεν είναι αρκετή για τα θύματα των ενάρετων άπληστων ψυχεραστών, πρωταγωνιστών σε μια γήινη θεία κωμωδία, μελλοντικών θυτών κι αυτών με τη σειρά τους.
Όταν σκοτώνεται μια ψυχή, μακελεύει μυριάδες στο πέρασμα της για τον άλλο -δικό της- κόσμο.
Κρυφά προσπαθείς να κλέψεις ένα από τ’ άπειρα αδέλφια του χρόνου που σου κατατρώγουν τα σωθικά, να το εξαφανίσεις, για να προλάβεις να κοιτάξεις μέσα σου, να φροντίσεις τα δικά σου λουκέτα, τις μικρές σου πόρτες που άρχισαν να κολλούν σκουριά από τις ξένες.
Μονοπάτι ν’ ανοίξεις στην καρδιά σου. Φωτεινό πανδαμάτορα χρονοκτόνο οδηγό να βάλεις στην αρχή του. Να περάσουν μέσα σου οι άλλοι, να βρεις το δικό σου αδέλφι στην ψυχή.
Πριν σε σπρώξει η στιγμή για τα καλά μέσα στο μελανό του βάραθρο, χωρίς προειδοποίηση.
Δεν αναζητάς πλέον τίποτα, ούτε ζητάς να σε αναζητήσουν.
Δεν υπόσχεσαι πλέον τίποτα, ούτε ζητάς να σου υποσχεθούν.
Δεν ξέρεις πλέον τίποτα, ούτε ζητάς να σου μάθουν.
Έχεις δέσει γερά τον κάβο στο λιμάνι της ζωής σου, ελπίζοντας να μην τον κόψουν οι άνεμοι των άλλων, που σώνονται από το φάρο που έχεις ανάψει και προσεύχεσαι και συνεχίζεις να δίνεις φως, μέχρι να έρθει άλλος φάρος στον κόλπο που φυλάς με ζέση και απαράμιλλο ζήλο, γιατί αυτό είναι το δικό σου πόστο.
Σε μια μάχη, με αυτόν που υπήρχε πριν και από ίδια την ύπαρξη του, το χρόνο…
Αναδημοσίευση από: http://blog.dimitriadis.biz/2012/06/blog-post_24.html
Translate
Αναζήτηση αρχείου
Αναγνώστες
Σύνδεσμοι
Αρχειοθήκη ιστολογίου
-
►
2013
(18)
- ► Φεβρουαρίου (3)
- ► Ιανουαρίου (6)
-
▼
2012
(62)
- ► Δεκεμβρίου (2)
- ► Σεπτεμβρίου (1)
- ► Φεβρουαρίου (9)
- ► Ιανουαρίου (18)
-
►
2011
(329)
- ► Δεκεμβρίου (14)
- ► Σεπτεμβρίου (17)
- ► Φεβρουαρίου (49)
- ► Ιανουαρίου (14)
-
►
2010
(581)
- ► Δεκεμβρίου (58)
- ► Σεπτεμβρίου (40)
- ► Φεβρουαρίου (56)
- ► Ιανουαρίου (32)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου