Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010
Και μέσα από τα σκοτάδια πετάχτηκαν οι παρακατιανοί πεινασμένοι δούλοι που ζουν για να ευχαριστούν τον αφέντη σε κάθε του διαταγή. Πλήρωσαν το σκοπό τους, που δεν ήταν άλλος από την διατήρηση στην εξουσία αυτού που τους έδινε ένα κομμάτι ξυνισμένο ψωμί βουτηγμένο σε κομμένο γάλα. Εκείνη τη μέρα άρχισαν να ευελπιστούν ότι θα τους ρίξει και μερικά από τα αποφάγια του... Δεν τους πείραζε. Έτσι είχαν μάθει. Γι αυτό πίστευαν ότι προορίζονταν... Δεν ένιωθαν κατώτεροι αλλά κάποιοι, όσο ο αφέντης, τους ανέθετε "καθήκοντα". Πίστευαν σ´ αυτόν όπως ο πιστός στο Θεό του. Δεν ήθελαν άλλον αφέντη εκτός κι αν αυτός ήταν πιο δυνατός από το δικό τους. Δεν ήθελαν ούτε το φως της ημέρας και την ανασφάλεια της δουλειάς. Έκοβαν βόλτες στα μαύρα και υγρά μπουντρούμια μέχρι να λάβουν εντολή να αφήσουν την προσωπική τους κόλαση και παράδεισο για να την εκτελέσουν...
Σ´ αυτούς βασίζονταν ο φεουδάρχης για να επιβάλλεται στο φως της ημέρας...
Στους σκοτεινούς και άθλιους σκλάβους του που κρατούσε κρυμμένους και τους επιβράβευε με ένα χτύπημα στην πλάτη...
Και όταν αυτός πέθαινε και ο επόμενος αφέντης γέμιζε τις τρώγλες με τους δικούς του, τότε αυτοί θάβονταν μαζί του ή γίνονταν ζητιάνοι.
Ένα μόνο δεν ήθελαν, να τους λένε σκλάβους αλλά δούλους γιατί πίστευαν ότι δούλευαν...
Και ήταν χιλιάδες, εκατομμύρια μέχρι που επικράτησαν παντού κι έκαναν το φέουδο ένα μεγάλο μπουντρούμι, όπου όλοι δούλευαν για τον κάθε αφέντη και τους αγαπημένους του.
Ο λίγος υγιής πληθυσμός χωρισμένος σε φατρίες έφυγε στα γύρω δάση και βουνά περιμένοντας την πτώση του κάστρου που ποτέ δεν ερχόταν...

Translate

Αναζήτηση αρχείου

Στατιστικά

Locations of visitors to this page

hit counter

Αναγνώστες

Προσθέστε μας

Share/Save/Bookmark

Αρχειοθήκη ιστολογίου